- μικροχλωρίδα
- ηβιολ. το σύνολο τών μικροσκοπικών, μη χλωροφυλλούχων, κατά κανόνα, οργανισμών που ζουν σε σκοτεινά και υγρά περιβάλλοντα, όπως είναι το έδαφος, το έντερο τών ζώων κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α' συνθετικό λ. πρβλ. γαλλ. microflore (βλ. μικρ[ο]-)].
Dictionary of Greek. 2013.